ριζοτομία

ριζοτομία
η искоренение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ριζοτομία" в других словарях:

  • ῥιζοτομία — ῥιζοτομίᾱ , ῥιζοτομία cutting and gathering of roots fem nom/voc/acc dual ῥιζοτομίᾱ , ῥιζοτομία cutting and gathering of roots fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ριζοτομία — η / ῥιζοτομία, ΝΜΑ [ῥιζοτόμος] νεοελλ. η ριζοτομή μσν. αρχ. η εκκοπή και συλλογή ριζών για φαρμακευτική χρήση* αρχ. στον πληθ. αἱ ῥιζοτομίαι βιβλία για ρίζες και βότανα …   Dictionary of Greek

  • ῥιζοτομίας — ῥιζοτομίᾱς , ῥιζοτομία cutting and gathering of roots fem acc pl ῥιζοτομίᾱς , ῥιζοτομία cutting and gathering of roots fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζοτομίαν — ῥιζοτομίᾱν , ῥιζοτομία cutting and gathering of roots fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζοτομιῶν — ῥιζοτομία cutting and gathering of roots fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζοτομίαις — ῥιζοτομία cutting and gathering of roots fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ριζοτομή — και ριζοτομία, η, Ν ιατρ. χειρουργική διατομή τής οπίσθιας ή πρόσθιας ρίζας ενός νωτιαίου νεύρου για την απαλλαγή από ενοχλητικούς χρόνιους πόνους ή από μια σπαστική παράλυση, αντίστοιχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizotomy (< ῥίζα + …   Dictionary of Greek

  • ριζοτομικός — ή, ό / ριζοτομικός, ή, όν, ΝΑ [ῥιζοτόμος] αυτός που αναφέρεται στον ριζοτόμο ή στη ριζοτομία 1. αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ ριζοτομικός ο ριζοτόμος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ῥιζοτομική η τέχνη τού ριζοτόμου 3. (το ουδ. ως κύριο όν.) Ῥιζοτομικόν βιβλίο… …   Dictionary of Greek

  • ριζοτόμησις — ήσεως, ή, Μ [ῥιζοτομῶ] η ριζοτομία* …   Dictionary of Greek

  • ριζοτόμος — ο / ῥιζοτόμος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο ριζοτόμος ή το ριζοτόμο εργαλείο για την αποκοπή ριζών || (μσν. αρχ.) αυτός που κόβει και συλλέγει ρίζες για φαρμακευτική ή μαγική χρήση (α. «ῥιζοτόμος καὶ ἀγύρτης», Λουκ. β. «ῥιζοτόμοι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»